- αφιλανθρωπία
- η бесчеловечность, безжалостность; бессердечность, жестокость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀφιλανθρωπία — ἀφιλανθρωπίᾱ , ἀφιλανθρωπία lack of human feeling fem nom/voc/acc dual ἀφιλανθρωπίᾱ , ἀφιλανθρωπία lack of human feeling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφιλανθρωπία — ἀφιλανθρωπία, η (Α) [αφιλάνθρωπος] έλλειψη φιλανθρωπίας, αγάπης για τους συνανθρώπους … Dictionary of Greek
ἀφιλανθρωπίαν — ἀφιλανθρωπίᾱν , ἀφιλανθρωπία lack of human feeling fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)